- παρασκευαζομένη
- παρασκευάζωpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)παρασκευάζωpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαινυλογλυκόλη — η, Ν χημ. γλυκόλη παρασκευαζόμενη από στυρόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phenylglycol < phenyl (βλ. φαινύλιο) + glycol (βλ. γλυκόλες)] … Dictionary of Greek